διάλειψη

διάλειψη
η (Α διάλειψις, -εως) [διαλείπω]
προσωρινή διακοπή, πρόσκαιρη παύση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διάλειψη — η (ιατρ.), προσωρινή διακοπή της κανονικής λειτουργίας ενός οργάνου, αναστολή ικανοτήτων κτλ.: Έχει συχνές διαλείψεις μνήμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλείψῃ — διαλείψηι , διάλειψις an interval fem dat sg (epic) διαλείπω leave an interval between fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπνοια — Απόλυτη νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμου, το μηδέν κάθε ανεμομετρικής κλίμακας. Η απόλυτη γαλήνη στην επιφάνεια της θάλασσας απαιτεί αναγκαστικά έλλειψη κάθε πνοής ανέμου πάνω από αυτήν. Toαντίστροφο όμως δεν αληθεύει πάντοτε, γιατί με ά. δεν… …   Dictionary of Greek

  • διακοπή — η (AM διακοπή) [διακόπτω] το να διακόπτεται κάτι νεοελλ. 1. παύση, προσωρινή ή οριστική, αναστολή, σταμάτημα, λύση τής συνέχειας 2. αντιλογία, ερώτηση σε ομιλητή η οποία τόν υποχρεώνει να σταματήσει 3. στον πληθ. οι διακοπές α) χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • είμμα — το (Α λεῑμμα, ατος) [λείπω] υπόλοιπο, υπόλειμμα («ὁρᾷ τοῡ παιδὸς τὰ λείμματα», Ηρόδ.) αρχ. 1. μουσ. η μικρότερη μουσική υποδιαίρεση ή μονάδα τών μουσικών τόνων 2. (στη ρυθμική) η ελάχιστη ανάπαυλα 3. ιατρ. διάλειψη, διακοπή τού πυρετού 4.… …   Dictionary of Greek

  • κενεμβάτησις — κενεμβάτησις, ἡ (Α) [κενεμβατώ] ιατρ. 1. η διείσδυση σε κοιλότητα 2. η διάλειψη τού σφυγμού …   Dictionary of Greek

  • κενότητα — η (Α κενότης) [κενός] 1. ματαιότητα, μηδαμινότητα, κουφότητα 2. φλυαρία, κενολογία, μωρολογία νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κενού, τού άδειου 2. έλλειψη, ανυπαρξία αρχ. (για σφυγμό) διάλειψη …   Dictionary of Greek

  • μικροκύματα — Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα των οποίων η περιοχή μήκους κύματος εκτείνεται κατά προσέγγιση μεταξύ μερικών δεκάτων και μερικών χιλιοστών του μέτρου (από εδώ προέρχεται και η ονομασία των κυμάτων: δεκατομετρικά, εκατοστομετρικά και χιλιοστομετρικά) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”